- χριστουγεννιάτικος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα, αυτός που γίνεται στις ημέρες των Χριστουγέννων: Αυτά είναι χριστουγεννιάτικα δώρα. – Μας ήρθε χριστουγεννιάτικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.